- Ουέλινγκτον
- (Wellington). Βλ. λ. Γουέλινγκτον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βατερλό — (Waterloo). Τοποθεσία του Βελγίου σε απόσταση περίπου 15 χλμ. από τις Βρυξέλλες. Εκεί, στις 18 Ιουνίου 1815, δόθηκε η περίφημη μάχη που σήμανε το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και της πρώτης Γαλλικής αυτοκρατορίας. Αντίπαλοι ήταν από το ένα… … Dictionary of Greek
Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… … Dictionary of Greek
Τάιλορ, σερ Έντουαρντ Μπάρνετ — (sir Edward Burnett Tylor, Κάμπερουελ 1832 – Ουέλινγκτον, Σόμερσετ 1917). Άγγλος εθνολόγος, ένας από τους ιδρυτές της νεότερης εθνολογίας. Από νέος ταξίδεψε πολύ και επισκέφτηκε τις ΗΠΑ, την Κούβα και το Μεξικό, χώρες για τις οποίες ενδιαφέρθηκε… … Dictionary of Greek
Τένισον, Άλφρεντ — (Tennyson, Σόμερσμπι, Λινκολνσάιρ 1809 – Όλντουορθ, Χέσλμερ, Σάρεϊ 1892). Άγγλος ποιητής. Γιος κληρικού, σπούδασε στο Κέμπριτζ. Το 1827 δημοσίευσε τα Ποιήματα δυο αδελφών, συλλογή ποιημάτων δικών του και των αδελφών του Τσαρλς και Φρέντερικ. Το… … Dictionary of Greek
τόξο ή αψίδα — Kαμπυλόγραμμη κατασκευή, γνωστή από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούμενη για την κάλυψη ανοιγμάτων αντί του ευθύγραμμου επιστύλιου. Σημαντική ιδιότητα του τ. είναι η μέσω των αψιδολίθων μεταβίβαση των τάσεων των υπερκείμενων φορτίων προς τα… … Dictionary of Greek
Τσάταμ — (Chatam). Αρχιπέλαγος (963 τ. χλμ.), του Ειρηνικού ωκεανού, περίπου 900 χλμ. προς Α της Ουέλινγκτον, πρωτεύουσας της Νέας Ζηλανδίας, από την οποία εξαρτάται διοικητικά. Το αρχιπέλαγος, που έχει ηφαιστειακή προέλευση, αποτελείται από το ομώνυμο… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος Γουλιέλμος — Όνομα ενός εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου και 4 βασιλιάδων της Πρωσίας. 1. Φ.Γ. (Βερολίνο 1620 Πότσδαμ 1688). Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου και δούκας της Πρωσίας, γνωστός ως Μεγάλος Εκλέκτορας, γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου B’ και της Ελισάβετ… … Dictionary of Greek